- πάλλικες
- Οι νέοι που υπηρετούσαν τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες στο Βυζάντιο. Αργότερα οι π. λέγονται παίδες. Όλοι οι μισθωτοί αξιωματικοί και στρατιώτες ήταν υποχρεωμένοι να έχουν, με έξοδά τους, στην υπηρεσία τους έναν π. Οι απορότεροι στρατιώτες είχαν 3-4 μαζί από έναν. Οι π. ήταν ελεύθεροι ή δούλοι και ακολουθούσαν τους κυρίους τους στις εκστρατείες. Για την άμυνά τους ήταν οπλισμένοι με τόξο ή ακόντιο, γι» αυτό και τους έλεγαν αργότερα ζάγδαρους, από το ακόντιο που είχαν και το οποίο λεγόταν ζάγδα.
* * *πάλλικες, οἱ (Μ)νεαροί που προσλαμβάνονταν από τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες τού βυζαντινού στρατού, οι οποίοι τούς συντηρούσαν ως υπηρέτες, αλλ. παλληκάρια, παίδες, ζάγδαροι.[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. τού τ. πάλλαξ / πάλληξ].
Dictionary of Greek. 2013.